ὀξύφωνος
1ὀξύφωνος — shrillvoiced masc/fem nom sg …
2οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… …
3οξύφωνος — η, ο 1. αυτός που έχει οξεία φωνή. 2. ως ουσ., οξύφωνος, ο αοιδός που έχει την οξύτερη αντρική φωνή, τενόρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀξυφωνότερον — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial comp ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc comp sg …
5ὀξυφωνοτέρων — ὀξύφωνος shrillvoiced fem gen comp pl ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp pl …
6ὀξυφωνότατα — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial superl ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc superl pl …
7ὀξυφώνως — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc pl (doric) …
8ὀξύφωνον — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc sg …
9ὀξυφωνοτέρου — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp sg …
10ὀξυφωνοτέρους — ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp pl …