ὀξὺ δ

  • 61γιβερελικό οξύ — Φυτική ορμόνη της κατηγορίας των γιβερελινών, που απομονώθηκε από τον μύκητα gibberella fujikuroi. Είναι κυκλική, ακόρεστη ένωση, του τύπου C19H22O6 και βρίσκεται στους σπόρους των φυτών. Χρησιμοποιείται στη γεωργία, για την ταχύτερη ανάπτυξη και …

    Dictionary of Greek

  • 62γλυκονικό οξύ — Προϊόν οξείδωσης της γλυκόζης, του τύπου CH2OH (CHOH)4COOH. Είναι γνωστό μόνο σε διαλύματα, από τα οποία απομονώνεται η λακτόνη του, κρυσταλλικό σώμα με σημείο τήξης 130 135°C. Το άλας του με ασβέστιο χρησιμοποιείται στη θεραπευτική και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 63δεψικό οξύ — Μείγμα παραγώγων των πολυϋδροξυβενζοϊκών οξέων. Σε καθαρή μορφή σχηματίζει μια άχρωμη και άμορφη μάζα που διαλύεται εύκολα στο νερό, έχει πικρή γεύση και στυπτικές ιδιότητες. Η καλύτερη πηγή για την παρασκευή καθαρού δ.ο. είναι τα οιδήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 64θυμοτικό οξύ — Ονομασία των θυμολκαρβοξυλικών οξέων του τύπου C3H7(CH3)C6H2 (OH)COOH. Το ισομερές ορθο έχει σημείο τήξης 123°C και παρασκευάζεται με θέρμανση του άλατος με Na της θυμόλης με αέριο διοξείδιο του άνθρακα. Το ισομερές παρα έχει σημείο τήξης 157°C… …

    Dictionary of Greek

  • 65λυσεργικό οξύ — Βλ. λ. Ελ Ες Ντι …

    Dictionary of Greek

  • 66μυρμηκικό οξύ — Πρώτο μέλος της τάξης των οργανικών αλειφατικών οξέων, του τύπου H COOH. Βρίσκεται στη φύση ως συστατικό μερικών μυρμηγκιών (απ’ όπου και η ονομασία του) και ορισμένων φυτών, μεταξύ των οποίων η τσουκνίδα, από τα οποία είναι δυνατόν να εξαχθεί.… …

    Dictionary of Greek

  • 67οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… …

    Dictionary of Greek

  • 68παντοθενικό οξύ — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β. Είναι πολύ διαδεδομένο, σε μικρές ποσότητες, στο ζωικό και στο φυτικό κόσμο, αλλά αφθονεί επίσης στη μαγιά της μπίρας και στο ήπαρ. Η απουσία του από τον ανθρώπινο οργανισμό, όπως και των άλλων βιταμινών Β,… …

    Dictionary of Greek

  • 69πυριτικό οξύ ή διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) — Ουσία αφθονότατη στη φύση, είτε ελεύθερη είτε ενωμένη με άλλα στοιχεία, με τα οποία σχηματίζει τα πυριτικά ορυκτά. Η συνηθέστερη μορφή του π.ο. αντιπροσωπεύεται από τον χαλαζία, που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές. Η κρυπτοκρυσταλλική μορφή του… …

    Dictionary of Greek

  • 70ὀξύνῃ — ὀξύ̱νῃ , ὀξύνω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg ὀξύ̱νῃ , ὀξύνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg ὀξύ̱νῃ , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg ὀξύ̱νῃ , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg ὀξύ̱νῃ , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)