ὀξὺ δ

  • 51μυρονικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C10H19NS2O10. Το κάλιο άλας του βρίσκεται στα σπέρματα του μαύρου σιναπιού και αποτελεί έναν γλυκοζίτη (συνιγρίτη ή μ. κάλιο) που μπορεί να διασπαστεί με την επίδραση ενός διαλυτού ενζύμου που βρίσκεται και αυτό στα… …

    Dictionary of Greek

  • 52παλμιτικό οξύ — Μονοκαρβοξυλικό οργανικό οξύ με χημικό τύπο C15H31COOH. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση σε μορφή γλυκεριδίου (τριπαλμιτίνη), γιατί συναντάται σε όλα τα λιπαρά και φυτικά λίπη. Αποτελεί επίσης το κύριο συστατικό των λιπαρών οξέων που περιέχονται …

    Dictionary of Greek

  • 53παραβανικό οξύ — Ονομασία του ουρεϊδίου του οξαλικού οξέος. Σχηματίζεται με οξείδωση του ουρικού οξέος, της αλλοξάνης ή της υδαντοΐνης. Η σύνθεσή του επιτεύχθηκε με επίδραση οξαλικού οξέος πάνω στην ουρία παρουσία οξυχλωριούχου φωσφόρου. Είναι σώμα με κλειστή… …

    Dictionary of Greek

  • 54ελαιοστεατικό οξύ — το ονομασία πολυακόρεστου οργανικού οξέος …

    Dictionary of Greek

  • 55αζωδικαρβοξυλικό οξύ — Οργανική ένωση που ανήκει στα παράγωγα του ανθρακικού οξέος, με τύπο HOOC.N = N.COOH. Έχει έντονες αναγωγικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στις υδρογονώσεις ακόρεστων υδρογονανθράκων, επειδή αποσυντίθεται πολύ εύκολα με τη θέρμανση και δίνει CO2 …

    Dictionary of Greek

  • 56ακετοξικό οξύ — Το απλούστερο β κετονοξύ, με τύπο CH3COCH2COOH. Είναι σώμα υγροσκοπικό, πολύ ασταθές και διασπάται σε ακετόνη και διοξείδιο του άνθρακα. Βρέθηκε στον οργανισμό σε βαριές περιπτώσεις σακχαρώδη διαβήτη. Χρησιμοποιείται κυρίως με τη μορφή του… …

    Dictionary of Greek

  • 57ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …

    Dictionary of Greek

  • 58αμινοβουτυρικό οξύ — Αμινοξύ των πρωτεϊνών, ευρέως διαδεδομένο στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Ανάλογα με τη θέση του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας, διακρίνεται σε α α.o., CH3CH2CH(NH2) COOH, σε β α.ο., CH3CH(NH2)CH2 COOH, και σε γ α.o., NH2CH2CH2CH2COOH. Το …

    Dictionary of Greek

  • 59ανθρακικό οξύ — Το υδατικό διάλυμα του διοξειδίου του άνθρακα (H2CO3) …

    Dictionary of Greek

  • 60γάμμα, αμινοβουτυρικό οξύ — (GABA). Νευροδιαβιβαστής που ελέγχει τη ροή των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο, παρεμποδίζοντας την έκκριση άλλων νευροδιαβιβαστών όπως είναι η ντοπαμίνη …

    Dictionary of Greek