ὀξὺ δ

  • 41δεϋδροχολικό οξύ — Τριχολανικό οξύ που προέρχεται από την οξείδωση του χολικού οξέος με την επίδραση των βακτηρίων του εντέρου. Ανήκει στα χολικά οξέα που δεν υδρολύονται και αποτελεί συστατικό της χολής. Με τη δράση του αυξάνεται η ροή του αίματος στην ηπατική… …

    Dictionary of Greek

  • 42ηλεκτρικό οξύ — Ονομασία οξέος που ανακαλύφθηκε στο ήλεκτρο. Αποτελεί το απλούστερο γ δικαρβονικό οξύ και έχει χημικό τύπο ΗΟC (CH2)2COOH. Κρυσταλλώνεται σε μονοκλινή άχρωμα πρίσματα, διαλυτά στο οινόπνευμα, στον αιθέρα και στο ζεστό νερό. Έχει σημείο τήξης… …

    Dictionary of Greek

  • 43θειώδες οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ με τύπο H2SO3, που ανήκει στη σειρά των οξυοξέων του θείου. Το θ.ο. αντιστοιχεί στον αριθμό οξείδωσης του θείου +4 και βρίσκεται μόνο σε αραιά διαλύματα. Παρασκευάζεται με διάλυση του SO2 στο νερό, είναι ισχυρό αναγωγικό και …

    Dictionary of Greek

  • 44ινδοξυλοθειικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C8H6N O SO3H. Το άλας του με κάλιο αποτελεί την ινδικάνη των ούρων. Λαμβάνεται με κατεργασία πυροθειικού καλίου, ενός διαλύματος ινδοξύλης σε πυκνό καυστικό κάλιο …

    Dictionary of Greek

  • 45ιωδοξικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου CH2ICOOH, παράγωγο του οξικού οξέος, που περιέχει ιώδιο. Είναι σώμα κρυσταλλικό, με σημείο τήξης 82 83°C και παρασκευάζεται με θέρμανση οξικού ανυδρίτη με ιώδιο, παρουσία ιωδικού οξέος. Χρησιμοποιείται στις βιοχημικές και… …

    Dictionary of Greek

  • 46καπρονικό οξύ — Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 47καρβονικό οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ, του τύπου H2CO3. Σχηματίζεται κατά τη διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα σε νερό. Πρόκειται για μία ένωση που συναντάται μόνο σε διαλύματα. Αυτό τo κ.ο. σχηματίζει καρβονικά και δικαρβονικά άλατα –τα οποία ονομάζονται… …

    Dictionary of Greek

  • 48κιναμωμικό οξύ — Αρωματικό οργανικό οξύ, ο τύπος του οποίου προκύπτει αν στο βενζόλιο αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με την ομάδα CH=CHCOOH. Η παρουσία του διπλού δεσμού συντελεί στην ύπαρξη δύο ισομερών μορφών, οι οποίες ονομάζονται cis και trans. Το κ.ο.… …

    Dictionary of Greek

  • 49κυανοξικό οξύ — Ασταθές οξύ, με χημικό τύπο NC CH2COOH, το οποίο αποτελεί το μονονιτρίλιο του μαλονικού οξέος. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, με σημείο τήξης τους 70°C· είναι ευδιάλυτο στο νερό και διασπάται κατά τη θέρμανσή του σε ακετονιτρίλιο και διοξείδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 50μεσοξαλικό οξύ — Διβασικό κενοτοξύ, με χημικό τύπο C(OH)2(COOH)2 ή CO(COOH)2 + H2O (υδρίτης του μ.ο.) μορφή με την οποία είναι κυρίως γνωστό το μ.ο. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, το οποίο σχηματίζει υδροσκοπικούς πρισματικούς κρυστάλλους και έχει σημείο τήξης… …

    Dictionary of Greek