ὀξὺ δ

  • 31κιτρακονικό οξύ — το οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, παράγωγο τού αιθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. citraconic < citr (< λατ. citrum «κίτρον») + acon ic, που αποτελεί… …

    Dictionary of Greek

  • 32αβιετινικό ή αβιετικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C44H64O5. Βρίσκεται σε άμορφη κατάσταση μέσα στο κολοφώνιο, που είναι ο ανυδρίτης του. Αν κατεργαστούμε κολοφώνιο με οινόπνευμα 70°, προσθέτοντας νερό, παίρνουμε καθαρό α.ο. σε κρυσταλλική μορφή …

    Dictionary of Greek

  • 33αγαρικινικό οξύ — Οργανικό οξύ, παράγωγο του κιτρικού οξέος. Αποτελεί το κύριο συστατικό του αγαρικού του λευκού, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα, και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Όταν εφαρμόζεται τοπικά, ερεθίζει τους βλεννογόνους και, όταν λαμβάνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 34αγγελικό οξύ — Εμπειρική ονομασία του ακόρεστου μονοκαρβονικού οξέος με έναν διπλό δεσμό και τύπο CH3CH = C(CH3)COOH, που, σύμφωνα με την ονοματολογία της Γενεύης, λέγεται βουτενικό οξύ. Βρίσκεται ελεύθερο στις ρίζες του φυτού αγγελική η φαρμακευτική και με… …

    Dictionary of Greek

  • 35αζελαϊκό οξύ — Δικαρβονικό οξύ χημικού τύπου HOCO (CH2)7 C02H, που προέρχεται από οξείδωση του ελαϊκού οξέος ή του κικινελαϊκού οξέος …

    Dictionary of Greek

  • 36ακρυλικό οξύ — Ακόρεστο οργανικό οξύ με τύπο CH2=CHCOOH. Αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των μονοκαρβονικών οξέων με ανοιχτή αλυσίδα και έναν διπλό δεσμό. Είναι υγρό άχρωμο, με έντονη ερεθιστική οσμή. Έχει σημείο ζέσης 141°C και διαλύεται εύκολα στο νερό, το …

    Dictionary of Greek

  • 37βενζοϊκό οξύ — Οργανικό αρωματικό οξύ, ο τύπος του οποίου προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με μια όξινη ρίζα –COOH. Βρίσκεται στη φύση γενικά με τη μορφή των εστέρων του σε διάφορες ρητίνες και βάλσαμα, όπως το βάλσαμο του Περού …

    Dictionary of Greek

  • 38γαλακτουρονικό οξύ — Δεξιόστροφο καρβοξυλικό οξύ που σχηματίζεται στους οργανισμούς κατά την οξείδωση του πρωτοταγούς υδροξυλίου της γαλακτόζης σε καρβοξυλική ομάδα. Το γ.o (και τα μεθυλιωμένα παράγωγά του) είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση και αποτελεί δομικό… …

    Dictionary of Greek

  • 39γλουταμινικό οξύ — Αμινοξύ που προέρχεται από τη γλουτίνη του σιταριού. Έχει χημικό τύπο ΗΟΟCCH2CH2CH(NH2)COOH και ανήκει στα αρνητικά φορτισμένα αμινοξέα. Συμβολίζεται διεθνώς ως Glu ή με το γράμμα Ε. Αν και δεν παρέχει ουσιώδη συμβολή στα βιολογικά φαινόμενα της… …

    Dictionary of Greek

  • 40δεσoξυριβoνουκλεϊνικό οξύ — Βλ. λ. δεoξυριβoνουκλεϊνικό οξύ …

    Dictionary of Greek