ὀξὺ δ

  • 21γλυοξυλικό οξύ — Έτσι ονομάζεται το αιθαναλοϊκό οξύ με τύπο Ο=CH COOH. Πρόκειται για ασταθή μεταβολίτη που παίρνει μέρος σε πολλές αντιδράσεις έμβιων οργανισμών. Είναι ένα οξύ που παρουσιάζει τόσο τις ιδιότητες των οξέων όσο και της αλδεϋδομάδας που περιέχει.… …

    Dictionary of Greek

  • 22διαζωοξικό οξύ — Ασταθές οργανικό οξύ, του τύπου N2CH–COOH. Οι εστέρες του είναι πάρα πολύ δραστικά σώματα και σχηματίζονται με την επίδραση νιτρώδους οξέος σε αμινοξικό αιθυλεστέρα. Οι εστέρες αυτοί διασπώνται από σώματα που περιέχουν στο μόριό τους ένα ευκίνητο …

    Dictionary of Greek

  • 23ελαϊκό οξύ — Ακόρεστη οργανική ένωση που αντιστοιχεί στον τύπο CO17H33COOH. Είναι από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ακόρεστα οξέα και, με τη μορφή του αρκετά διαδεδομένου στη φύση γλυκεριδίου του, αποτελεί το κυριότερο συστατικό των ζωικών και φυτικών λιπών.… …

    Dictionary of Greek

  • 24θειοθειικό οξύ — Ασταθές διβασικό οξύ, με τύπο H2S2O3. Είναι παράγωγο του θειικού οξέος, στο οποίο ένα άτομο οξυγόνου έχει αντικατασταθεί από ένα άτομο θείου. Το θ.ο. δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση και μπορεί να βρεθεί μόνο σε πολύ αραιό διάλυμα, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 25ινδοξυλικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C6H4(COH NH)C COOH. Διασπάται εύκολα προς ινδοξύλη και διοξείδιο του άνθρακα. Έχει σημείο τήξης 122°C και λαμβάνεται με επίδραση τηγμένου καυστικού νατρίου σε Ν φαινυλογλυκινο Ο καρβονικό οξύ …

    Dictionary of Greek

  • 26καπρινικό οξύ — Ονομασία λιπαρού οξέος του τύπου C9H19COOH. Είναι σώμα κρυσταλλικό, έχει σημείο τήξης 31°C, σημείο βρασμού 271°C, έντονη καυστική γεύση, αηδιαστική οσμή και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο νερό. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίου σε πολλά λίπη και έλαια …

    Dictionary of Greek

  • 27κιτρικό οξύ — Οργανικό οξύ, στο μόριο του οποίου περιέχονται τρεις καρβοξυλικές ομάδες και ένα υδροξύλιο (υδροξυ τρικαρβοξυλικό οξύ). Ο χημικός του τύπος είναι C6H8O7. Βρίσκεται στη φύση ελεύθερο, ενώ συναντάται με τη μορφή αλάτων σε ζωικούς ιστούς και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 28μυριστικό οξύ — Οργανικό λιπαρό οξύ του τύπου CH3 (CH2)12COOH. (Ν τετρα δεκυλικό οξύ). Είναι σώμα στερεό, έχει σημείο τήξης 58°C, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και την αλκοόλη. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίων στο γάλα, σε διάφορα άλλα ζωικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 29ελαϊδινικό οξύ — ή ελαϊδικό οξύ, το ονομασία οργανικού οξέος …

    Dictionary of Greek

  • 30ενδεκενυλικό οξύ — ακόρεστο οργανικό οξύ …

    Dictionary of Greek