ὀξὺ δ

  • 11ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… …

    Dictionary of Greek

  • 12οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …

    Dictionary of Greek

  • 13γαλλικό οξύ — Αρωματικό οξύ με εμπειρικό μοριακό τύπο C7H6O5. Είναι τριϋδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος –περιέχει τα υδροξύλια στις θέσεις 3, 4, 5: (ΗΟ)3C6H2 COOH (3, 4, 5 – τριϋδροξυβενζοϊκό οξύ)– και ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Καρλ Βίλεμ… …

    Dictionary of Greek

  • 14δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …

    Dictionary of Greek

  • 15θειοκυανικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου Ν ≡ C S H. Η διαφορά του από το κυανικό οξύ είναι ότι έχει αντικατασταθεί το οξυγόνο του τελευταίου από θείο. Είναι άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με διαπεραστική οσμή και σημείο τήξης 5°C. Παρασκευάζεται με επίδραση θειικού οξέος… …

    Dictionary of Greek

  • 16καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …

    Dictionary of Greek

  • 17μεταβορικό οξύ — Ανόργανο οξύ, με χημικό τύπο ΗΒΟ2, το οποίο λαμβάνεται από το βορικό οξύ (Η3ΒΟ3) με αποβολή ενός μορίου νερού, ύστερα από παρατεταμένη θέρμανση στους 80 1000 C. Με τη μορφή του μ.ο., συναντάται το βορικό οξύ στα αραιά του διαλύματα …

    Dictionary of Greek

  • 18αδιπικό οξύ — Δικαρβονικό οξύ, που έχει τύπο HOOC C (CH2)4 COΟH. Προέρχεται είτε από οξείδωση της κυκλοεξανόλης, είτε από ολική σύνθεση από το ακετυλένιο. Το οξύ αυτό έχει την οσμή μήλων της γνωστής ποικιλίας ρενέδων …

    Dictionary of Greek

  • 19γαλακτικό οξύ — (α–οξυπροπιονικό οξύ). Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των οξυοξέων· αντιδρά και ως οξύ και ως βάση. Είναι υγρό πυκνόρρευστο, διαλυτό σε νερό, αλκοόλη και αιθέρα. Παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση της γλυκόζης και του γαλακτοσακχάρου από… …

    Dictionary of Greek

  • 20γλουταρικό οξύ — Πεντανοδιϊκό οξύ κατά IUPAC με μοριακό τύπο HOOC (CH2)3 COOH. Πρόκειται για οργανικό δικαρβονικό οξύ που βρίσκεται στον κορμό των δέντρων καθώς και σε ρίζες και βολβούς. Η αλδεΰδη που προκύπτει κατά την αναγωγή του, η οποία ονομάζεται γλουταρική… …

    Dictionary of Greek