ὀξέως

  • 21οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …

    Dictionary of Greek

  • 22οτραλέος — ὀτραλέος, η, ον (Α) οτρηρός. επίρρ... ὀτραλέως (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ …

    Dictionary of Greek

  • 23προστακυκλίνη — η, Ν (βιοχ.) παράγωγο τού αραχιδονικού οξέως με μοριακή δομή παρόμοια με τη δομή τών προσταγλανδινών και με ισχυρή αντισυγκολλητική δράση στα αιμοπετάλια …

    Dictionary of Greek

  • 24συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 25υπεραυξινία — η, Ν (φυτοπαθολ.) κατάσταση κατά την οποία η ποσότητα τής αυξίνης, συνήθως τού β ινδολυλοξικού οξέως, στους ιστούς τών φυτών είναι μεγαλύτερη από την κανονική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperauxiny < hyper (< υπερ *) + auxiny… …

    Dictionary of Greek

  • 26γλουτένη — Φυτική πρωτεΐνη που αποτελεί συστατικό των σπόρων των δημητριακών. Στην πρωτεΐνη αυτή οφείλεται η διόγκωση και η ελαστικότητα της αρτομάζας, καθώς έχει την ιδιότητα να συγκρατεί το παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα και να δημιουργεί το σπογγώδες… …

    Dictionary of Greek

  • 27έλαιο του βιτριολίου — Μορφή του θειικού οξέος που παρασκευάζεται βιομηχανικά και είναι σχεδόν καθαρό θειικό οξύ με μεγάλες ποσότητες διαλυμένων οξειδίων του θείου, κυρίως τριοξειδίου που είναι και ο ανυδρίτης του οξέως. Είναι παχύρρευστο υγρό, εξαιρετικά επικίνδυνο… …

    Dictionary of Greek

  • 28λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …

    Dictionary of Greek

  • 29χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 30ԱՐԱԳ — (արագունք կամ արագք.) NBH 1 0336 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ա. ԱՐԱԳ (լծ. հյ. առաջ, առ աք. յն. արղի՛ս. թ. թիւկրիւգ) Որ եւ ԵՐԱԳ. ταχύς, ὁξύς celer, citus, acutus, et velox Շոյտ. փո՛յթ, կամ սու՛ր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)