ὀξυ-φεγγής

  • 1οξυφεγγής — ὀξυφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής] …

    Dictionary of Greek