ὀξυ-πετής
1οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …
2ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] …
3οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] …