ὀξηρός
1οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… …
2ὀξηρά — ὀξηρός of neut nom/voc/acc pl ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc/acc dual ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3ὀξηρῶν — ὀξηρός of fem gen pl ὀξηρός of masc/neut gen pl …
4ὀξηρόν — ὀξηρός of masc acc sg ὀξηρός of neut nom/voc/acc sg …
5ὀξηροῖσι — ὀξηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6ὀξηρούς — ὀξηρός of masc acc pl …
7ὀξηρᾶς — ὀξηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ὀξηρᾷ — ὀξηρός of fem dat sg (attic doric aeolic) …
9ὀξηρῷ — ὀξηρός of masc/neut dat sg …
10-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
- 1
- 2