ὀξέα

  • 71Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε …

    Dictionary of Greek

  • 72λιπάσες — Κατηγορία ενζύμων, τα οποία διασπούν τα λιπίδια σε γλυκερίνη και λιπαρά οξέα ώστε να μπορεί το σώμα να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Πολύ σημαντικό ένζυμο αυτής της κατηγορίας είναι η παγκρεατική λ., η οποία εκκρίνεται από το πάγκρεας, δρα στο λεπτό… …

    Dictionary of Greek

  • 73Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …

    Dictionary of Greek

  • 74πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …

    Dictionary of Greek

  • 75σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 76υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …

    Dictionary of Greek

  • 77Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 78Agios Kirykos — Stadtgemeinde Agios Kirykos (1964–2010) Δήμος Αγίου Κηρύκου …

    Deutsch Wikipedia

  • 79острити — ОСТР|ИТИ (19), Ю, ИТЬ гл. 1.Точить, острить: и сѣдѧщю ему ѹзрѣ Василко Торчина острѧ ножь. ЛЛ 1377, 88 (1097); точью сего с҃нъ видѣвъ. паче обыча˫а ножь острѧща. и ѹзы готовающа. (ἀκονῶντα) ПНЧ к. XIV, 122б; желѣзо бо желѣзо острит. (ὀξύνει) ГБ к …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 80Verwaltungsgliederung von Ikaria — Die Gemeinde Ikaria (griechisch Δήμος Ικαρίας) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden Agios Kirykos, Evdilos und Christos Raches der griechischen Insel Ikaria zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… …

    Deutsch Wikipedia