ὀξέα

  • 61χολεϊκός — ή, ό, Ν φρ. «χολεϊκά οξέα» (βιοχ.) γενική ονομασία μοριακών ενώσεων που σχηματίζονται κυρίως από το δεσοξυχολικό οξύ και λιπαρά οξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choleic (acids)] …

    Dictionary of Greek

  • 62χολικός — ή, ό / χολικός, ή, όν, ΝΑ [χόλος /χολή] 1. ο σχετικός με τη χολή 2. αυτός που πάσχει από χολή νεοελλ. φρ. α) «χολικό συρίγγιο» ανατ. παθολογική ή πειραματική επικοινωνία τής χοληδόχου κύστεως ή τών χοληφόρων οδών με το δέρμα β) «χολικά οξέα»… …

    Dictionary of Greek

  • 63χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …

    Dictionary of Greek

  • 64ακυλαλογονίδια — Χημικές ενώσεις με γενικό τύπο R COX, όπου R = αλκύλιο και Χ = αλογόνο, κυρίως το χλώριο. Θεωρούνται παράγωγα των καρβονικών οξέων (R COOH) με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα άτομο αλογόνου (Χ). Παρασκευάζονται από τα καρβονικά οξέα ή τα… …

    Dictionary of Greek

  • 65αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… …

    Dictionary of Greek

  • 66δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 67διβασικότητα — Η παρουσία δύο ατόμων υδρογόνου στο μόριο ενός οξέος, τα οποία αντικαθίστανται από ένα μέταλλο για να σχηματιστεί ένα άλας. Ένα διβασικό οξύ μπορεί να δώσει ουδέτερα άλατα, όταν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν και τα δύο άτομα υδρογόνου του, ή… …

    Dictionary of Greek

  • 68ελαϊκό οξύ — Ακόρεστη οργανική ένωση που αντιστοιχεί στον τύπο CO17H33COOH. Είναι από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ακόρεστα οξέα και, με τη μορφή του αρκετά διαδεδομένου στη φύση γλυκεριδίου του, αποτελεί το κυριότερο συστατικό των ζωικών και φυτικών λιπών.… …

    Dictionary of Greek

  • 69επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια — Ουσίες που όταν προστεθούν σε ένα υδατικό ή ελαιώδες υγρό υποβιβάζουν ισχυρά την επιφανειακή του τάση. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες εμφανίζουν πάντοτε μια τάση σχηματισμού αφρού (αφρογόνα) λιγότερο ή περισσότερο υψηλή. Αυτή η τάση προσδιορίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 70ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …

    Dictionary of Greek