ὀνομάτιον
1ονομάτιον — ὀνομάτιον, τὸ (Α) [όνομα] (υποκορ. τού όνομα) λεξίδιο …
2ὀνοματίοις — ὀνομάτιον neut dat pl …
3ὀνομάτια — ὀνομάτιον neut nom/voc/acc pl …
4όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …