ὀνησιφόρου
1ὀνησιφόρου — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem/neut gen sg …
2συνομορώ — έω, ΜΑ γειτονεύω με κάποιον («τῷ οἴκω τοῡ Ὀνησιφόρου συνομοροῡσαν εἶχε τὴν οἰκίαν», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμορέω «συνορεύω, γειτνιάζω»] …
1ὀνησιφόρου — ὀνησιφόρος bringing advantage masc/fem/neut gen sg …
2συνομορώ — έω, ΜΑ γειτονεύω με κάποιον («τῷ οἴκω τοῡ Ὀνησιφόρου συνομοροῡσαν εἶχε τὴν οἰκίαν», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμορέω «συνορεύω, γειτνιάζω»] …