ὀνειδιστικός
1ὀνειδιστικός — reproachful masc nom sg …
2ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς …
3ονειδιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνειδος ή στον ονειδισμό, ο προσβλητικός, ο υβριστικός, ο κοροϊδευτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀνειδιστικά — ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc pl ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc/acc dual ὀνειδιστικά̱ , ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ὀνειδιστικώτερον — ὀνειδιστικός reproachful adverbial comp ὀνειδιστικός reproachful masc acc comp sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc comp sg …
6ὀνειδιστικῶν — ὀνειδιστικός reproachful fem gen pl ὀνειδιστικός reproachful masc/neut gen pl …
7ὀνειδιστικόν — ὀνειδιστικός reproachful masc acc sg ὀνειδιστικός reproachful neut nom/voc/acc sg …
8ὀνειδιστικαί — ὀνειδιστικός reproachful fem nom/voc pl …
9ὀνειδιστικοῖς — ὀνειδιστικός reproachful masc/neut dat pl …
10ὀνειδιστικοί — ὀνειδιστικός reproachful masc nom/voc pl …