ὀνίς
1ὀνίς — ass s dung fem nom sg …
2ὀνίδα — ὀνίς ass s dung fem acc sg …
3ὀνίδας — ὀνίς ass s dung fem acc pl …
4ὀνίδες — ὀνίς ass s dung fem nom/voc pl …
5ὀνίδι — ὀνίς ass s dung fem dat sg …
6ὀνίδος — ὀνίς ass s dung fem gen sg …
7ὀνίδων — ὀνίς ass s dung fem gen pl …
8νίς — I (Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.). II (Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο …
9όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …
10Πανδιονίς — Πανδῑονίς , Πανδιονίς son of Pandion fem nom sg …