ὀμφαλητομία
1ὀμφαλητομία — ὀμφαλητομίᾱ , ὀμφαλητομία cutting of the navel string fem nom/voc/acc dual ὀμφαλητομίᾱ , ὀμφαλητομία cutting of the navel string fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ὀμφαλητομίᾳ — ὀμφαλητομίᾱͅ , ὀμφαλητομία cutting of the navel string fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ομφαλητομία — ὀμφαλητομία, ἡ (Α) βλ. ομφαλοτομία …
4ομφαλοτομία — η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) [ομφαλοτόμος] η μετά τον τοκετό αποκοπή τού ομφάλιου λώρου νεοελλ. ιατρ. η διατομή τού ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων …