ὀμμένω

  • 1ομ — ὀμ (Α) (αιολ. τ.) (πρόθεση) ανά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τής πρόθεσης ἀνά προ τών χειλικών συμφώνων (πρβλ. αιολ. ὀμμένω αντί ἀναμένω): ἀνά > ἀν (με αποκοπή) > ὀν (με κώφωση) > ὀμ (με αφομοίωση)] …

    Dictionary of Greek