ὀμίχλ-η

  • 1ομφήεις — ὀμφήεις, εσσα, εν (ΑΜ) αυτός που αφήνει φωνή η οποία προλέγει το μέλλον, μαντικός, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις, τολμ ήεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ορφνήεις — ὀρφνήεις, εσσα, εν (Α), ορφνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρφνη «σκοτάδι» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις)] …

    Dictionary of Greek