ὀλόφυς οἶκτος

  • 1ολόφυς — ὀλόφυς ή ὄλοφυς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι] …

    Dictionary of Greek