ὀλίγον
1ολίγον — το (βυζ. μουσ.) ένας από τους δέκα έμφωνους χαρακτήρες ποσότητας τής υποδιαίρεσης ανιόντες τής σύγχρονης σημειογραφίας τής βυζαντινής μουσικής …
2ὀλίγον — ὀλίγος little masc acc sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc sg …
3Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Ἐκ τοῦ φοβεροῦ καὶ ὀλίγον ὑπονοστεῖ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνετον. — См. От великого до смешного один шаг …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6τὠλίγον — ὀλίγον , ὀλίγος little masc acc sg ὀλίγον , ὀλίγος little neut nom/voc/acc sg …
7λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …
8ՓՈՔՐ — (քու քուէ, քունք, քունց, քումբք.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. μικρός parvus, parvulus, paucus, pauxillus ἑλάττων, σσων minor ἑλάχιστος minimus. որ եւ ՓՈՔՐԻԿ. Նուազ՝… …
9Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ …
10προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …