ὀλίγιοι

  • 1όλιγγος — ὄλιγγος, ὁ (Α) γένος ακρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. παρετυμολογικά με τη λ. λιγύς «διαπεραστικός» (πρβλ. λιγάντωρ). Ο τ. αποτελεί διόρθωση τής γλώσσας τού Ησύχ. «ὀλίγιοι εἶδος ἀκρίδων, τινὲς ῥιζίον ὅμοιον βολβῷ» που παράγεται από το επίθ.… …

    Dictionary of Greek