ὀλέσθαι

  • 1ὀλέσθαι — ὄλλυμι destroy aor inf mid …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 3απονόσφι — ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α) μακριά από, χωριστά («φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»] …

    Dictionary of Greek

  • 4εξερημώνω — (AM ἐξερημῶ, όω) [ερημώνω] ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.) αρχ. 1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.) 2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο …

    Dictionary of Greek

  • 5προστρέπω — Α [τρέπω] 1. στρέφομαι προς το μέρος κάποιου 2. (κατ επέκτ.) (ιδίως σχετικά με θεό) παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ (α. «τοσαῡτά σ , ὦ Ζεῡ, προστρέπω», Σοφ. β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ Ἀργείων χθόνα», Ευρ.) 3. πλησιάζω κάποιον ως εχθρός, με εχθρική διάθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 6πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι …

    Dictionary of Greek