ὀλόπτω
1ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… …
2ὀλόψαι — ὀλόπτω pluck out aor inf act ὀλόψαῑ , ὀλόπτω pluck out aor opt act 3rd sg …
3ὀλόπτειν — ὀλόπτω pluck out pres inf act (attic epic) …
4ὀλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
5ὠλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg …
6ὤλοψας — ὀλόπτω pluck out aor ind act 2nd sg …
7ὤλοψε — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg …
8ὤλοψεν — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg …
9ολούφω — ὀλούφω (Α) ὀλόπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ …
10Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …
- 1
- 2