ὀλυμπίασιν
1Ὀλυμπιάσιν — Ὀλυμπιάς Olympian fem dat pl Ο)λυμπιάς Olympian fem dat pl …
2Ὀλυμπίασιν — Ὀλυμπίᾱσιν , Ὀλυμπίασι Olympia nu̱movable indeclform (adverb) …
3κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την …