ὀλυμπιονῖκα
1Ὀλυμπιονῖκα — Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc voc sg (doric) Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom sg (epic doric) …
2Ὀλυμπιονίκα — Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc/acc dual Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom/voc/acc dual (doric)… …
3ολυμπιονίκη — ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α) η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη] …
4συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …