ὀλο-εργής

  • 1ομοεργής — ὁμοεργής, ές (ΑΜ) αυτός που συμπράττει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. ολο εργής] …

    Dictionary of Greek