ὀλοϑρευτικός
1ὀλοθρευτικός — destructive masc nom sg …
2ολοθρευτικός — ή, ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, ή, όν) [ολοθρευτής] εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός …
3ὀλοθρευτικόν — ὀλοθρευτικός destructive masc acc sg ὀλοθρευτικός destructive neut nom/voc/acc sg …
4ὀλοθρευτικαῖς — ὀλοθρευτικός destructive fem dat pl …
5ὀλοθρευτικοῦ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut gen sg …
6ὀλοθρευτικῆς — ὀλοθρευτικός destructive fem gen sg (attic epic ionic) …
7ὀλοθρευτικήν — ὀλοθρευτικός destructive fem acc sg (attic epic ionic) …
8ὀλοθρευτικῷ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut dat sg …