ὀλολῡγών
1ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… …
2ὀλολυγών — ὀλολῡγών , ὀλολυγών croaking of the male frog fem nom/voc sg …
3ὀλολυγόνα — ὀλολῡγόνα , ὀλολυγών croaking of the male frog fem acc sg …
4ὀλολυγόνος — ὀλολῡγόνος , ὀλολυγών croaking of the male frog fem gen sg …
5ὀλολυγόσιν — ὀλολῡγόσιν , ὀλολυγών croaking of the male frog fem dat pl …