ὀλολυγμὸς
1ὀλολυγμός — loud cry masc nom sg …
2ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα …
3ὀλολυγμοῖς — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl …
4ὀλολυγμοῖσιν — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5ὀλολυγμοί — ὀλολυγμός loud cry masc nom/voc pl …
6ὀλολυγμοῦ — ὀλολυγμός loud cry masc gen sg …
7ὀλολυγμούς — ὀλολυγμός loud cry masc acc pl …
8ὀλολυγμῶν — ὀλολυγμός loud cry masc gen pl …
9ὀλολυγμῷ — ὀλολυγμός loud cry masc dat sg …
10ὀλολυγμόν — ὀλολυγμός loud cry masc acc sg …
Страницы
- 1
- 2