ὀλιγότης
1ὀλιγότης — fewness fem nom sg …
2ὀλιγότητα — ὀλιγότης fewness fem acc sg …
3ὀλιγότητι — ὀλιγότης fewness fem dat sg …
4ὀλιγότητος — ὀλιγότης fewness fem gen sg …
5умаление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. ὀλιγότης, ἐλάττωσις) малость, малое… …
6ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία …
7ՍԱԿԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0686 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. ὁλιγότης paucitas, parvitas. Սակաւն դոլ. նուազութիւն. սակաւաւորութիւն. քչութիւն. ... *Նուազեալ սակաւութեամբ ʼի կենցաղումս յօրանայ: Հայէին յիւրեանց սակաւութիւնն: Հայեցան եւ յիւրեանց սակաւութիւնն:… …