ὀλιγαρχικός
1ὀλιγαρχικός — oligarchical masc nom sg …
2ολιγαρχικός — ή, ό (Α ὀλιγαρχικός, ή, όν) [ολιγαρχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίας νεοελλ. φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» η ολιγαρχία. επίρρ...… …
3ολιγαρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ολιγαρχία. 2. οπαδός της ολιγαρχίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀλιγαρχικά — ὀλιγαρχικός oligarchical neut nom/voc/acc pl ὀλιγαρχικά̱ , ὀλιγαρχικός oligarchical fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχικά̱ , ὀλιγαρχικός oligarchical fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ὀλιγαρχικώτερον — ὀλιγαρχικός oligarchical adverbial comp ὀλιγαρχικός oligarchical masc acc comp sg ὀλιγαρχικός oligarchical neut nom/voc/acc comp sg …
6ὀλιγαρχικῶν — ὀλιγαρχικός oligarchical fem gen pl ὀλιγαρχικός oligarchical masc/neut gen pl …
7ὀλιγαρχικόν — ὀλιγαρχικός oligarchical masc acc sg ὀλιγαρχικός oligarchical neut nom/voc/acc sg …
8ὀλιγαρχικώτατον — ὀλιγαρχικός oligarchical masc acc superl sg ὀλιγαρχικός oligarchical neut nom/voc/acc superl sg …
9ὀλιγαρχικαῖς — ὀλιγαρχικός oligarchical fem dat pl …
10ὀλιγαρχικαί — ὀλιγαρχικός oligarchical fem nom/voc pl …