ὀλεθρία νύξ

  • 1νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …

    Dictionary of Greek

  • 2κατουλάς — κατουλάς, άδος, ἡ (Α) 1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.) 2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η… …

    Dictionary of Greek

  • 3νυκτολεθρία — νυκτολεθρία, ἡ (Μ) καταστροφή που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ολεθρία (< ὄλεθρος), πρβλ. ψωμ ολεθρία] …

    Dictionary of Greek