ὀλβο-δότης

  • 1ομφοδότης — ὀμφοδότης, ὁ (Μ) φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης, χρησμο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 2χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 3πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… …

    Dictionary of Greek

  • 4υγειοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγεία + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης] …

    Dictionary of Greek