ὀκέλλω
31προσοκέλλω — Α 1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά 2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.) 3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω 4. μτφ. παρεκτρέπομαι,… …
32υποκέλλω — Α προσκρούω κρυφά ή ανεπαίσθητα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀκέλλω «ρίχνω το πλοίο στην ξηρά»] …
33διοκεῖλαι — διά ὀκέλλω run aor inf act …
34διοκείλαντας — διά ὀκέλλω run aor part act masc acc pl …
35περιώκειλαν — περϊώκειλαν , περί ὀκέλλω run aor ind act 3rd pl …
36ἀποκεῖλαι — ἀπό κέλλω drive on aor inf act ἀπό ὀκέλλω run aor inf act …
37ἀποκείλαντας — ἀπό κέλλω drive on aor part act masc acc pl ἀπό ὀκέλλω run aor part act masc acc pl …
38ἀποκείλαντες — ἀπό κέλλω drive on aor part act masc nom/voc pl ἀπό ὀκέλλω run aor part act masc nom/voc pl …
39ἀποκέλλειν — ἀπό κέλλω drive on pres inf act (attic epic) ἀπό ὀκέλλω run pres inf act (attic epic) …
40ὀκείλας — ὀκείλᾱς , ὀκέλλω run aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …