ὀκέλλω

  • 21ὤκειλεν — ὀκέλλω run aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …

    Dictionary of Greek

  • 23ἀποκειλάντων — ἀπό κέλλω drive on aor part act masc/neut gen pl ἀπό κέλλω drive on aor imperat act 3rd pl ἀπό ὀκέλλω run aor part act masc/neut gen pl ἀπό ὀκέλλω run aor imperat act 3rd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ὀκέλλοι — ὀκέλλοῑ , ὀκέλλω run aor opt act 3rd sg ὀκέλλοῑ , ὀκέλλω run pres opt act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 25OCELLA — inter cognomina Romanorum, quod Galba Imperator a noverca adoptatus assumpsisse legitur, apud Sueton. in Eo c. 4. Ei origo an ab ocellis, propter oculorum parvitatem, an ab ὀκέλλω, navem appello? Certe vetustissimum et apud Graecos Ocelli nomen,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 26εξοκέλλω — (AM ἐξοκέλλω) 1. (για πλοία και ναυτικούς) πέφτω στην ξηρά ξεφεύγοντας από την ορθή πορεία, προσαράσσω, ναυαγώ 2. μτφ. παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. (για συμφορά, αρρώστια κ.λπ.) πέφτω κατακέφαλα, χτυπώ ξαφνικά 2. παρασύρω κάποιον στην… …

    Dictionary of Greek

  • 27εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 28ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …

    Dictionary of Greek

  • 29περιοκέλλω — Α 1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω 2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 30ποτοκέλλω — Α (δωρ. τ.) προσοκέλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀκέλλω] …

    Dictionary of Greek