ὀκν-ηρός

  • 1καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 2κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 3κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 4κροκηρός — κροκηρός, ά, όν (Α) ο παρασκευασμένος από το φυτό κρόκος («κροκηρὸν φάρμακον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ηρός (πρβλ. οιν ηρός, οκν ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 5λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 6σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …

    Dictionary of Greek