ὀκνείω

  • 1οκνείω — ὀκνείω (Α) (επικ. τ.) βλ. οκνώ …

    Dictionary of Greek

  • 2ὀκνείω — ὀκνέω shrink from pres subj act 1st sg (epic) ὀκνέω shrink from pres ind act 1st sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 4ԾՈՒԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1027 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 11c, 12c չ. ԾՈՒԼԱՆԱՄ որ եւ ԾՈՒԼԱՄ, ԾՈՒՂԱՄ. ὁκνείω, ῤᾳθυμέω , μέλλω, ἁμελέω piger, deses sum; desideo, remisso sum animo, cunctor, negligo. Ծոյլ գտանիլ. հեղգալ. պղերգանալ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)