ὀδῠσήϊος

  • 1οδυσήιος — ὀδυσήϊος, α, ον (Α) (επικ.τ.) βλ. οδύσσειος …

    Dictionary of Greek

  • 2οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… …

    Dictionary of Greek