ὀδύρομαι
1οδύρομαι — βλ. πίν. 144 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
2οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… …
3ὀδύρομαι — ὀδύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st sg (epic) ὀδύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st sg …
4οδύρομαι — θρηνώ, κλαίω απαρηγόρητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὠδύρατο — ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) ὠδύ̱ρατο , ὀδύρομαι lament aor ind mp 3rd sg ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) …
6δύρηι — δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament aor subj mid 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament aor subj act 3rd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres subj mp 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres subj act 3rd sg …
7δύρεσθ' — δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres imperat mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd pl δύ̱ρεσθαι , ὀδύρομαι lament pres inf mp δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8δύρω — δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament aor subj act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament pres subj act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament pres ind act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
9δύρεσθε — δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres imperat mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
10κατοδυρόμεθα — κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st pl (epic) κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st pl κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …