ὀδύναι

  • 1ὀδυνᾶι — ὀδυνᾷ , ὀδυνάω cause pres subj mp 2nd sg ὀδυνᾷ , ὀδυνάω cause pres ind mp 2nd sg (epic) ὀδυνᾷ , ὀδυνάω cause pres subj act 3rd sg ὀδυνᾷ , ὀδυνάω cause pres ind act 3rd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ὀδύναι — ὀδύνη pain of body fem nom/voc pl ὀδύνᾱͅ , ὀδύνη pain of body fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …

    Dictionary of Greek

  • 4δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …

    Dictionary of Greek

  • 5επικαταβαίνω — ἐπικαταβαίνω (Α) 1. κατεβαίνω σ’ ένα μέρος («πρὸς τὴν πόλιν... ἐπικαταβάντες», Θουκ.) 2. εκτείνομαι προς τα κάτω («ὀδύναι εἰς τὰς χεῑρας ἐπικαταβαίνουσαι», Ιπποκρ.) 3. εξέρχομαι εναντίον τού εχθρού …

    Dictionary of Greek

  • 6κατηπιώμαι — κατηπιώμαι, άομαι (Α) (το ενεργ. άχρ.) καταπραΰνομαι, καθησυχάζομαι («ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῑαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηπιῶμαι (< ἤπιος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …

    Dictionary of Greek