ὀδός

  • 81Гази (район Афин) — Афинский технополис, Гази Гази (греч. Γκάζι …

    Википедия

  • 82Улица Панепистимиу — Улица Панепистимиу, или Проспект Элефтериоса Венизелоса Афины греч. Οδός Πανεπιστημίου …

    Википедия

  • 83RHODUS — insul. nobilissima in mari Carpathio, Cariae adiacens, inter Asiaticas in sulas tertia numeratur, nam Lesbus et Cyprus maiores habentur. Baudrando est Insul. Asiae minoris in ora Cariae, 280. mill. pass. a Cypro in Occasum, ut et ab Alexandria… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 84VIA Felicium — Graece ἡ μακαρῶν ὁδὸς, in oraculo Apollinis, apud Euseb. de Praepar. Euang. l. 9. c. 10. Porphyrio oraculum explicanti est ἡ πρὸς Θεοὺς ὁδὸς, via ad Deos, seu Deorum via. Unde ex Aegyptiorum Schola, Philosophiam divinam, viam ad beatitudinem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 85Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …

    Dictionary of Greek

  • 86ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 87άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 88έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 89αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 90δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …

    Dictionary of Greek