ὀδός

  • 21πτηνόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει φτερά στα πόδια, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεπτό πους, ωκύ πους] …

    Dictionary of Greek

  • 22ραγόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει σκασμένα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάγος + πούς] …

    Dictionary of Greek

  • 23σκίμπους — οδος, ο, ΝΑ σκαμνί αρχ. είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκιμπέ πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 24σκεπαρνόπους — οδος, ο, η, Ν ιατρ. παλαιότερος όρος για τον πάσχοντα από πτερνοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + πούς, ποδός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] …

    Dictionary of Greek

  • 25στραβόπους — οδος, ό, ἡ, Μ ο στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + πούς, ποδός] …

    Dictionary of Greek

  • 26τριακοντόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α βλ. τριακοντάπους …

    Dictionary of Greek

  • 27τυφλόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους)] …

    Dictionary of Greek

  • 28υποτρίπους — οδος, ὁ, Α συν. στον πληθ. οι ὑποτρίποδες·σανίδες εγκάρσιες που ενώνουν στο κάτω μέρος τα πόδια τού τραπεζιού ή τού τρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρίπους «τρίποδας»] …

    Dictionary of Greek

  • 29φαινόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρό πους] …

    Dictionary of Greek

  • 30χαλκεόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …

    Dictionary of Greek