ὀδός

  • 101οδώ — (I) ὁδῶ, άω (Α) [οδός] εξάγω κάτι με σκοπό να τό πουλήσω («βοράν ὁδῆσαι ναυτίλοις», Ευρ.). (II) ὁδῶ, όω (Α) [οδός] 1. δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, οδηγώ κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. διατάσσω, διευθύνω («ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 102ορρόβηλος — ὀρρόβηλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁδός, Ἰταλιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος + βηλός «οδός, κατώφλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 103πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …

    Dictionary of Greek

  • 104πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 105παλινοδώ — (ΑΜ παλινοδῶ, έω) επιστρέφω από τον ίδιο δρόμο αρχ. παθ. παλινοδοῡμαι, έομαι (για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παλίν οδος (< ὁδός), πρβλ. ευ οδώ] …

    Dictionary of Greek

  • 106περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 107περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …

    Dictionary of Greek

  • 108πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 109πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …

    Dictionary of Greek

  • 110πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… …

    Dictionary of Greek