ὀδός
11ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …
12ὁδούς — ὁδός 1 way masc acc pl ὁδός 2 way fem acc pl …
13ὁδέ — ὁδός 1 way masc voc sg ὁδός 2 way fem voc sg …
14ὁδόν — ὁδός 1 way masc acc sg ὁδός 2 way fem acc sg …
15ὁδώ — ὁδός 1 way masc nom/voc/acc dual ὁδός 2 way fem nom/voc/acc dual …
16περίπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων ἤ ἀκριβῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πούς «πόδι»] …
17περισσόπους — οδος, ὁ, ἡ, ΜΑ μσν. φρ. «κόμμα περισσόπουν» μικρό κώλον που αποτελείται από άνισο αριθμό ποδών (Τζέτζ.) αρχ. (σχετικά με τη βακτηρία τού γήρατος) αυτός που χρησιμοποιεί ένα πόδι περισσότερο, με ένα πόδι παραπάνω («Τρομερῇσι περισσοπόδεσσι… …
18πολύπους — οδος, ο βλ. πολύποδας …
19ποσάπους — οδος, ὁ, ἡ, Α πόσων ποδών, με πόσο μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί πους, τετρά πους κ.λπ.] …
20πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές …