ὀδοντομάχαι
1ὀδοντομάχαι — ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc nom/voc pl ὀδοντομάχᾱͅ , ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc dat sg (doric aeolic) …
2οδοντομάχης — ὀδοντομάχης, ὁ (Μ) αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης, κεραννο μάχης] …