ὀγκ-ώδης

  • 1ηθμώδης — ἠθμώδης, ες (Α) ο ηθμοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, ογκ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ηλιθιώδης — ἠλιθιώδης, ες (Α) όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. ωδης (πρβλ. ογκ ώδης, τρικυμι ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ικτεριώδης — ἰκτεριώδης, ες (Α) ικτερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση τού ἰκτεριώ + κατάλ. ώδης (πρβλ. νεφελ ώδης, ογκ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 5ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 6ιμερώδης — ἱμερώδης, ες (Α) ιμερόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, ω ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 7κομμιωματώδης — ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα 2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, τ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, οστρακ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 8υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] …

    Dictionary of Greek