ὀγκότερος

  • 1ογκότερος — ὀγκότερος, έρα, ον και ὀγκότατος, άτη, ον (Α) [όγκος (Ι)] ανώμ. συγκριτ. και υπερθ. βαθμός τού άχρηστου ως θετ. βαθμού επιθέτου ὄγκος, ον …

    Dictionary of Greek