ὀγδοαῖος
1ογδοαίος — ὀγδοαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά την όγδοη μέρα 2. (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά κατά την όγδοη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. αῖος (πρβλ. τεταρτ αίος)] …
2ὀγδοαίη — ὀγδοαῖος on the eighth day fem nom/voc sg (epic ionic) …
3ὀγδοαίοις — ὀγδοαῖος on the eighth day masc/neut dat pl …
4ὀγδοαίου — ὀγδοαῖος on the eighth day masc/neut gen sg …
5ὀγδοαίους — ὀγδοαῖος on the eighth day masc acc pl …
6ὀγδοαίῳ — ὀγδοαῖος on the eighth day masc/neut dat sg …
7ὀγδοαία — ὀγδοαίᾱ , ὀγδοαῖος on the eighth day fem nom/voc/acc dual ὀγδοαίᾱ , ὀγδοαῖος on the eighth day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
8ὀγδοαίας — ὀγδοαίᾱς , ὀγδοαῖος on the eighth day fem acc pl ὀγδοαίᾱς , ὀγδοαῖος on the eighth day fem gen sg (attic doric aeolic) …
9ογδόδιον — ὀγδόδιον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θυσία παρὰ Ἀθηναίοις τελουμένη Θησεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ὀγδοαῖον (βλ. λ. ὀγδοαῖος). Κατ άλλους, πρόκειται για συνθ. (βλ. αυτόδιον)] …
10ὀγδοαίαν — ὀγδοαίᾱν , ὀγδοαῖος on the eighth day fem acc sg (attic doric aeolic) …